- μεταβλέπω
- μεταβλέπω,A change one's point of view, Arat.186.II look after or at, c. acc., A.R.1.726.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεταβλέπω — (ΑM) προσβλέπω, προσέχω ή κοιτάζω κάτι μσν. ξαναβλέπω αρχ. στρέφω το βλέμμα μου από ένα σημείο σε άλλο … Dictionary of Greek
βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ … Dictionary of Greek